- αμφικυπελλος
- ἀμφικύπελλοςἀμφι-κύπελλος2с двухсторонней полостью, двойной
(δέπας Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δέπας Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αμφικύπελλος — ἀμφικύπελλος, ον (Α) 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «δέπας ἀμφικύπελλον», τέτοιο δηλ. που να αποτελεί κύπελλο και στην κορυφή και στη βάση του 2. κατά τον Αρίσταρχο, έτσι ονομάζεται το κύπελλο που έχει δύο λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κύπελλον] … Dictionary of Greek
ἀμφικύπελλον — ἀμφικύπελλος double cup masc/fem acc sg ἀμφικύπελλος double cup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικυπέλλου — ἀμφικύπελλος double cup masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικυπέλλων — ἀμφικύπελλος double cup masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικύπελλα — ἀμφικύπελλος double cup neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek